ὑδροφοβικός

ὑδροφοβικός
ὑδρο-φοβικός, ή, όν, zur Wasserscheu gehörig, davon ergriffen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υδροφοβικός — ή, ό / ὑδροφοβικός, ή, όν, ΝΜΑ [υδρόφοβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροφοβία 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροφοβία αρχ. αυτός που θεραπεύει την υδροφοβία …   Dictionary of Greek

  • υδροφοβικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με την υδροφοβία (βλ. λ.): Υδροφοβική κατάσταση. 2. το αρσ. ως ουσ., υδροφοβικός αυτός που πάσχει από υδροφοβία, ο υδρόφοβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδροφοβικῶν — ὑδροφοβικός of fem gen pl ὑδροφοβικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφοβικόν — ὑδροφοβικός of masc acc sg ὑδροφοβικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφοβικοί — ὑδροφοβικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφοβικοῦ — ὑδροφοβικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφοβικούς — ὑδροφοβικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφοβικῷ — ὑδροφοβικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρόφοβος — η, ο 1. που φοβάται που αποστρέφεται το νερό και γενικά τα υγρά: Υδρόφοβο παιδί. 2. το αρσ. ως ουσ., υδρόφοβος αυτός που πάσχει από υδροφοθία, ο υδροφοβικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”